ῥυπαρία

ῥυπαρία
4507 ῥυπαρία
{сущ., 1}
нечистота, скверна, моральная низость (Иак. 1:21).*

Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. . 2006.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "ῥυπαρία" в других словарях:

  • ῥυπαρία — ῥυπαρίᾱ , ῥυπαρία dirt fem nom/voc/acc dual ῥυπαρίᾱ , ῥυπαρία dirt fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπαρίᾳ — ῥυπαρίαι , ῥυπαρία dirt fem nom/voc pl ῥυπαρίᾱͅ , ῥυπαρία dirt fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ρυπαρία — ἡ, Α [ῥυπαρός] 1. ακαθαρσία 2. μτφ. α) αγένεια, μικροπρέπεια β) φιλαργυρία γ) εκκλ. αίρεση …   Dictionary of Greek

  • ῥυπαρίας — ῥυπαρίᾱς , ῥυπαρία dirt fem acc pl ῥυπαρίᾱς , ῥυπαρία dirt fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπαρίαν — ῥυπαρίᾱν , ῥυπαρία dirt fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπαριῶν — ῥυπαρία dirt fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥυπαρίαις — ῥυπαρία dirt fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՂՏԵՂՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0045 Chronological Sequence: Early classical, 5c, 6c, 7c, 8c, 12c գ. ῤυπαρία, ῤύπος, ἁκαθαρσία sordes, immunditia, impuritas, ἁσχημοσύνη turpitudo աղտոտութիւն, մնտռութիւն. ... Աղտ. աղտութիւն. արատ. եւ աղտեղի եւ ամօթալի իրք, որք պղծեն… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»